- αλαώψ
- ἀλαώψ (-ῶπος), ο, η (Μ)ο αλαωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός + ὤψ* «μάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… … Dictionary of Greek